αγκωνιάζω

αγκωνιάζω
[αγκωνή]
1. τοποθετώ στη γωνία
2. σπρώχνω προς τη γωνία
3. χαράζω στο έδαφος τις γωνίες οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί
4. ορθογωνιάζω (τοιχοποιία, ξυλουργική).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγκωνιάζω — αγκωνιάζω, αγκώνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγκωνιάζω — αγκώνιασα, αγκωνιασμένος 1. ορθογωνιάζω τοίχο, ξύλο, πέτρα κτλ. 2. καταφεύγω: Δεν είχε η δύστυχη πού να αγκωνιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκώνιασμα — το [αγκωνιάζω] 1. η τοποθέτηση πράγματος στη γωνία 2. καταφύγιο, προστασία, υποστήριξη 3. το χτίσιμο γωνίας 4. η χάραξη στο έδαφος τών γωνιών οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”